τομογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τομογραφικός, ή, ό < τομογραφία
Επίθετο[επεξεργασία]
τομογραφικός
- σχετικός με την εξέταση της τομογραφίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τομογραφικός