τομογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τομογραφικός η τομογραφική το τομογραφικό
      γενική του τομογραφικού της τομογραφικής του τομογραφικού
    αιτιατική τον τομογραφικό την τομογραφική το τομογραφικό
     κλητική τομογραφικέ τομογραφική τομογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τομογραφικοί οι τομογραφικές τα τομογραφικά
      γενική των τομογραφικών των τομογραφικών των τομογραφικών
    αιτιατική τους τομογραφικούς τις τομογραφικές τα τομογραφικά
     κλητική τομογραφικοί τομογραφικές τομογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τομογραφικός, ή, ό < τομογραφία

Επίθετο[επεξεργασία]

τομογραφικός

  • σχετικός με την εξέταση της τομογραφίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]