τραγελαφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγελαφικός < τραγέλαφος
Επίθετο[επεξεργασία]
τραγελαφικός, -ή, -ό
- που είναι πάρα πολύ παράξενος και ανεξήγητος και προκαλεί μεγάλη σύγχυση
- που ξεπερνά τα όρια του κανονικού ή αποδεκτού κατά τρόπο γελοίο