τραμπάκουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραμπάκουλο < (άμεσο δάνειο) βενετική trabacolo[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραμπάκουλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) είδος πλοίου της Αδριατικής Θάλασσας με δύο κατάρτια
- (μεταφορικά) παλιό, αργό και κακοδιατηρημένο καράβι
- (συνεκδοχικά) εύσωμη και δυσκίνητη γυναίκα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραμπάκουλο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τραμπάκουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας