τρεχάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρεχάμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
τρεχάμενος, -η, -ο
- τρέχων, που τρέχει
- ο συνεχώς βιαστικός
- που βρίσκεται σε εξέλιξη (τρεχάμενο ζήτημα)
- που ρέει
- ασταθής κι αμφίβολος (τρεχάμενη ηθική)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρεχάμενος
|