τρεχάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρεχάτος η τρεχάτη το τρεχάτο
      γενική του τρεχάτου της τρεχάτης του τρεχάτου
    αιτιατική τον τρεχάτο την τρεχάτη το τρεχάτο
     κλητική τρεχάτε τρεχάτη τρεχάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρεχάτοι οι τρεχάτες τα τρεχάτα
      γενική των τρεχάτων των τρεχάτων των τρεχάτων
    αιτιατική τους τρεχάτους τις τρεχάτες τα τρεχάτα
     κλητική τρεχάτοι τρεχάτες τρεχάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρεχάτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

τρεχάτος, -η, -ο

  1. αυτός που βιάζεται και πάει γρήγορα κάπου
    τρεχάτο σε βλέπω σήμερα! έχεις πολλή δουλειά;
    του τρεχάτου η μάνα ποτέ δεν έκλαψε, (Στάθης Ψάλτης)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]