τριγυρισμένος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Κλίση
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
τριγυρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
τριγυρίζω
και
τριγυρνάω
/
τριγυρνώ
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
γυρισμένος
μαυροτριγυρισμένος
περιτριγυρισμένος
Κλίση
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τριγυρισμέν
ος
η
τριγυρισμέν
η
το
τριγυρισμέν
ο
γενική
του
τριγυρισμέν
ου
της
τριγυρισμέν
ης
του
τριγυρισμέν
ου
αιτιατική
τον
τριγυρισμέν
ο
την
τριγυρισμέν
η
το
τριγυρισμέν
ο
κλητική
τριγυρισμέν
ε
τριγυρισμέν
η
τριγυρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τριγυρισμέν
οι
οι
τριγυρισμέν
ες
τα
τριγυρισμέν
α
γενική
των
τριγυρισμέν
ων
των
τριγυρισμέν
ων
των
τριγυρισμέν
ων
αιτιατική
τους
τριγυρισμέν
ους
τις
τριγυρισμέν
ες
τα
τριγυρισμέν
α
κλητική
τριγυρισμέν
οι
τριγυρισμέν
ες
τριγυρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
τριγυρισμένος
γαλλικά
:
entouré
(fr)
Κατηγορίες
:
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες