τρικαλινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρικαλινός < Τρίκαλα + -ινός < αρχαία ελληνική Τρίκκη
Επίθετο[επεξεργασία]
τρικαλινός, -ή, -ό
- που ανήκει στα Τρίκαλα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Τρίκαλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικαλινός
|