τριχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριχρωμία < τρίχρωμος + -ία < ελληνιστική κοινή τρίχρωμος < αρχαία ελληνική τρι- + χρῶμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριχρωμία θηλυκό
- το να είναι κάποιος τρίχρωμος, η ιδιότητα του τρίχρωμου
- (τυπογραφία) η εκτύπωση μιας εικόνας με χρήση τριών χρωμάτων, προκειμένου να αποδοθούν όλα τα χρώματα
- (κατ’ επέκταση) η εκτυπωμένη εικόνα με την παραπάνω τεχνική
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τριχρωμία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)