τρουλίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρουλίσκος < τρούλος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρουλίσκος αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) μικρός τρούλος, συχνά σε κτίσμα που έχει και έναν μεγαλύτερο τρούλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρουλίσκος
|