τροχοφόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροχοφόρο τα τροχοφόρα
      γενική του τροχοφόρου των τροχοφόρων
    αιτιατική το τροχοφόρο τα τροχοφόρα
     κλητική τροχοφόρο τροχοφόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχοφόρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τροχοφόρ(ον) + -ο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τροχοφόρος. Εννοείται το ουσιαστικό όχημα. Μορφολογικά αναλύεται σε τροχ(ός) + -ο- + -φόρο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾo.xoˈfo.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χο‐φό‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχοφόρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τροχοφόρο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τροχοφόρος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τροχοφόρος

Πηγές[επεξεργασία]