τσίλικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσίλικος | η | τσίλικη | το | τσίλικο |
γενική | του | τσίλικου | της | τσίλικης | του | τσίλικου |
αιτιατική | τον | τσίλικο | την | τσίλικη | το | τσίλικο |
κλητική | τσίλικε | τσίλικη | τσίλικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσίλικοι | οι | τσίλικες | τα | τσίλικα |
γενική | των | τσίλικων | των | τσίλικων | των | τσίλικων |
αιτιατική | τους | τσίλικους | τις | τσίλικες | τα | τσίλικα |
κλητική | τσίλικοι | τσίλικες | τσίλικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τσίλικος, -η, -ο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)