τσαλιμάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαλιμάκι τα τσαλιμάκια
      γενική
    αιτιατική το τσαλιμάκι τα τσαλιμάκια
     κλητική τσαλιμάκι τσαλιμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσαλιμάκι < τσαλίμι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσαλιμάκι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσαλίμι