τσιμπουκάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπουκάκι τα τσιμπουκάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιμπουκάκι τα τσιμπουκάκια
     κλητική τσιμπουκάκι τσιμπουκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμπουκάκι < τσιμπούκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡si.buˈka.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμπουκάκι ουδέτερο