τσιρίμπασης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιρίμπασης αρσενικό
- (αργκό) (παρωχημένο) ο άτυπος αρχηγός ή επικεφαλής σε χώρο παράνομων δραστηριοτήτων (π.χ. φυλακή, χαρτοπαιχτική λέσχη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιρίμπασης
|