τσούλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσουλί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσούλι τα τσούλια
      γενική του τσουλιού των τσουλιών
    αιτιατική το τσούλι τα τσούλια
     κλητική τσούλι τσούλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çul

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσούλι ουδέτερο

  1. φτηνό ή παλιό στρωσίδι
  2. (συνεκδοχικά) παλιό ρούχο, κουρέλι
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος χαμηλής ηθικής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]