υαλοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υαλοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υαλοποιώ
Μετοχή
[επεξεργασία]υαλοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υαλοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υαλοποιημένος