υδρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδρία | οι | υδρίες |
γενική | της | υδρίας | των | υδριών |
αιτιατική | την | υδρία | τις | υδρίες |
κλητική | υδρία | υδρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υδρία < αρχαία ελληνική ὑδρία < ὕδωρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈðri.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υδρία θηλυκό
- (αρχαιολογία) μεγάλο αγγείο με λαβές για τη μεταφορά (και το σερβίρισμα) νερού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ύδωρ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)