ύδωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὕδωρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύδωρ τα ύδατα
      γενική του ύδατος των υδάτων
    αιτιατική το ύδωρ τα ύδατα
     κλητική ύδωρ ύδατα
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ύδωρ ουδέτερο

  • το νερό, υγρό άχρωμο, άοσμο και άγευστο στη φυσική κατάσταση, που αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο (χημικός τύπος: H2O)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]