υπερκορεσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερκορεσμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερκορεσμένος
- που έχει κορεστεί σε υπερβολικό βαθμό, γεμάτος πέρα από τα όρια
- (χημεία) για διάλυμα που περιέχει μεγαλύτερη ποσότητα μιας ουσίας διαλυμένης μέσα του απ' όση θα μπορούσε κατά κανονικές συνθήκες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερκορεσμένος