υπερνικημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
υπερνικημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπερνικώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερνικημένος
|
υπερνικημένος
|