υπερσυμπαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- υπερσυμπαντικός < υπερ- + συμπαντικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
υπερσυμπαντικός, ή, ό
- (αστρονομία, φυσική) που ανήκει σε διαφορετικά σύμπαν από το δικό μας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερσυμπαντικός