υπναγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπναγωγικός < υπναγωγ(ός) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
υπναγωγικός, -ή, -ό
- (ιατρική) κατά τη διάρκεια του ύπνου
- ※ Η υπνική παράλυση .... Συμβαίνει κατά βάση σε μία από τις εξής δύο περιπτώσεις:
- Την στιγμή που σας παίρνει ο ύπνος, οπότε και ονομάζεται υπναγωγική, ή προϋπνική παράλυση ύπνου'
- Την στιγμή που ξυπνάτε από τον ύπνο, οπότε και ονομάζεται υπνοπομπική, ή μεταϋπνική παράλυση ύπνου (Υπνική παράλυση και παραλλαγή Όμικρον: Συνδέονται τελικά; Οι πρώτες απαντήσεις των ειδικών, Υγεία, ertnews.gr, 05/01/22 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπναγωγικός