υπνωτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπνωτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπνωτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
υπνωτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υπνωτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπνωτισμένος