υποκλάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποκλάση | οι | υποκλάσεις |
γενική | της | υποκλάσης* | των | υποκλάσεων |
αιτιατική | την | υποκλάση | τις | υποκλάσεις |
κλητική | υποκλάση | υποκλάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκλάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκλάση < υπο- + κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική subclass
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκλάση θηλυκό
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η κλάση που δημιουργείται από άλλη κλάση (την υπερκλάση της) και κληρονομεί τις ιδιότητες (τα μέλη δεδομένων) και τις μεθόδους της
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)