υποπυρομαχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- υποπυρομαχικό < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική submunition (< sub- ("υπο-") + munition) ("πυρομαχικά > πυρομαχικό")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποπυρομαχικό ουδέτερο
- (οπλισμός) μέρος, εξάρτημα πυρομαχικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποπυρομαχικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπλισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)