υποχείριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχείριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποχείριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχείριο ουδέτερο
- ο άνθρωπος που εκτελεί τυφλά τις εντολές και οδηγίες κάποιου άλλου, που είναι άβουλο όργανο κάποιου άλλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχείριο
|