υποχρεωτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποχρεωτικότητα < υποχρεωτικός + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποχρεωτικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι υποχρεωτικό(ς), η ιδιότητα του υποχρεωτικού
- ※ Στο πλαίσιο της εκάστοτε υπουργικής απόφασης, θα ορίζεται η ομάδα του πληθυσμού ως προς την οποία θα καθίσταται υποχρεωτικός ο εμβολιασμός με καθορισμένο εμβόλιο, η τυχόν καθορισμένη περιοχή υπαγωγής στην υποχρεωτικότητα, το χρονικό διάστημα ισχύος της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. (www.lifo.gr, 4/2/2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποχρεωτικότητα