υφηγητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υφηγητής | οι | υφηγητές |
γενική | του | υφηγητή | των | υφηγητών |
αιτιατική | τον | υφηγητή | τους | υφηγητές |
κλητική | υφηγητή | υφηγητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υφηγητής < (ελληνιστική κοινή) ὑφηγητής < ὑπό + ἡγητής < ἡγοῦμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υφηγητής αρσενικό
- (παρωχημένο) παλαιότερος βαθμός μέλους Δ.Ε.Π. υπό τον καθηγητή και τον αναπληρωτή καθηγητή, που αντικαταστάθηκε από τον όρο επίκουρος καθηγητής
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υφηγητής