υψιπερατός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψιπερατός η υψιπερατή το υψιπερατό
      γενική του υψιπερατού της υψιπερατής του υψιπερατού
    αιτιατική τον υψιπερατό την υψιπερατή το υψιπερατό
     κλητική υψιπερατέ υψιπερατή υψιπερατό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψιπερατοί οι υψιπερατές τα υψιπερατά
      γενική των υψιπερατών των υψιπερατών των υψιπερατών
    αιτιατική τους υψιπερατούς τις υψιπερατές τα υψιπερατά
     κλητική υψιπερατοί υψιπερατές υψιπερατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υψιπερατός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υψιπερατός

  • (μαθηματικά),(ηλεκτρολογία) (Για φίλτρο) το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο συχνοτήτων μεγαλύτερων μίας δοσμένης συχνότητας αποκοπής.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]