φαγεδαινικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαγεδαινικός < φαγέδαινα
Επίθετο[επεξεργασία]
φαγεδαινικός
- σχετικός με τη φαγέδαινα ή ασθένεια με έλκη, πληγές που προσομοιάζει στη συμπτωματολογία με της φαγέδαινας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαγεδαινικός
|