φαλλόσχημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλλόσχημος η φαλλόσχημη το φαλλόσχημο
      γενική του φαλλόσχημου της φαλλόσχημης του φαλλόσχημου
    αιτιατική τον φαλλόσχημο τη φαλλόσχημη το φαλλόσχημο
     κλητική φαλλόσχημε φαλλόσχημη φαλλόσχημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλλόσχημοι οι φαλλόσχημες τα φαλλόσχημα
      γενική των φαλλόσχημων των φαλλόσχημων των φαλλόσχημων
    αιτιατική τους φαλλόσχημους τις φαλλόσχημες τα φαλλόσχημα
     κλητική φαλλόσχημοι φαλλόσχημες φαλλόσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαλλόσχημος < φαλλ(ός) + -ό- + -σχημος

Επίθετο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]