φιλόβιβλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλόβιβλος < ελληνιστική κοινή φιλόβιβλος
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόβιβλος, -η, -ο
- (λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του βιβλιόφιλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόβιβλος
|