φιλόθρησκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φιλόθρησκος, -η, -ο
- εκείνος που σέβεται τη θρησκεία, ο ευσεβής, ο θρησκευόμενος
- ※ Περνώντας μάλιστα ἀνοικτά τῆς Τήνου, εἶχε κάνει, ὅταν τῆς εἶπαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ Τῆνος -φιλόθρησκη καί εὐσεβής– καί τό ανάλογο τάμα. Τόσο λιβάνι, τόσες λαμπάδες, στη Χάρη της (Νέα Εστία, τεύχος 1777, Ι. Δ. Κολλάρος & ΣΙΑ, 2005, σελ. 580)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιλόθρησκος
|