φορμαλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φορμαλιστικός < φορμαλιστής
Επίθετο[επεξεργασία]
φορμαλιστικός
- σχετικός με τον φορμαλισμό
- φορμαλιστική τέχνη, θεωρία, άποψη, αντιμετώπιση κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορμαλιστικός