φοροελεγκτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.ɾo.e.leŋˈɡtis/ & /fo.ɾo.e.leŋˈktis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φοροελεγκτής αρσενικό
- ελεγκτής της εφορίας που διενεργεί φοροελέγχους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φοροελεγκτικός
- φοροέλεγχος
- → δείτε τις λέξεις φόρος και ελέγχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοροελεγκτής
|