φορολοταρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fo.ɾo.lo.taˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φο‐ρο‐λο‐τα‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φορολοταρία θηλυκό
- (οικονομία) (νεολογισμός) λοταρία στην οποία οι φορολογούμενοι συμμετέχουν με τις αποδείξεις αγορών τους κερδίζοντας διάφορα χρηματικά ποσά
- ※ Αυτό θα αφορά και τη φορολοταρία που πλέον δεν υπάρχει ενδιαφέρον από τους πολίτες (…)και πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση μελετά πέραν των 1.000 ευρώ που δίνονται σήμερα, να επιβραβεύονται οι ηλεκτρονικές συναλλαγές ακόμα και σε είδος. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορολοταρία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)