φουρκισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φουρκισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρκίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
φουρκισμένος, -η, -ο
- ξαναμμένος, εκνευρισμένος, θυμωμένος, τσατισμένος
- Ηρθε στο σπίτι πολύ φουρκισμένος με το διευθυντή του στο γραφείο και ξέσπασε στο παιδί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φουρκισμένος