φραγγέλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φραγγέλιο τα φραγγέλια
      γενική του φραγγελίου
φραγγέλιου
των φραγγελίων
    αιτιατική το φραγγέλιο τα φραγγέλια
     κλητική φραγγέλιο φραγγέλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φραγγέλιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φραγγέλιον < λατινική flagellum (υποκοριστικό του flagrum) + κατάληξη υποκοριστικού -ιον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɾaŋˈɟe.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φραγ‐γέ‐λι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φραγγέλιο ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]