φυλογλωσσολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυλογλωσσολογία < φύλο + -ο- + γλωσσολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική phylolinguistics)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυλογλωσσολογία θηλυκό
- (γλωσσολογία, νεολογισμός) ο κλάδος της γλωσσολογίας που μελετά τη γλώσσα διαφόρων φύλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυλογλωσσολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)