φυσιοκρατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυσιοκρατικός < φυσιοκρατία
Επίθετο[επεξεργασία]
φυσιοκρατικός, ή, ό
- σχετικός με τη φυσιοκρατία
- Στη διάλεξή του ανέλυσε τη φυσιοκρατική ερμηνεία της χρεωκοπίας
- οπαδός της φυσιοκρατίας
- Είναι φυσιοκρατικός στις αντιλήψεις του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυσιοκρατικός