φωτοαλλεργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωτοαλλεργικός < φωτοαλλεργ(ία) + -ικός.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε φωτο- + αλλεργικός
Επίθετο[επεξεργασία]
φωτοαλλεργικός, -ή, -ό
- σχετικός με την φωτοαλλεργία
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωτοαλλεργικός
|