χάλαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxa.la.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χά‐λα‐ση

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χάλαση οι χαλάσεις
      γενική της χάλασης* των χαλάσεων
    αιτιατική τη χάλαση τις χαλάσεις
     κλητική χάλαση χαλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χάλαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάλα(σις) + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάλαση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

χάλαση < χαλά(ω) + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάλαση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη χαλάω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές[επεξεργασία]