χάσικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χάσικος | η | χάσικη | το | χάσικο |
γενική | του | χάσικου | της | χάσικης | του | χάσικου |
αιτιατική | τον | χάσικο | τη | χάσικη | το | χάσικο |
κλητική | χάσικε | χάσικη | χάσικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χάσικοι | οι | χάσικες | τα | χάσικα |
γενική | των | χάσικων | των | χάσικων | των | χάσικων |
αιτιατική | τους | χάσικους | τις | χάσικες | τα | χάσικα |
κλητική | χάσικοι | χάσικες | χάσικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χάσικος, -η, -ο
- καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάσικος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)