χαμαιτυπεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χαμαιτυπεῖον | τὰ | χαμαιτυπεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | χαμαιτυπείου | τῶν | χαμαιτυπείων | ||||
δοτική | τῷ | χαμαιτυπείῳ | τοῖς | χαμαιτυπείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | χαμαιτυπεῖον | τὰ | χαμαιτυπεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | χαμαιτυπεῖον | χαμαιτυπεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χαμαιτυπείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | χαμαιτυπείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμαιτυπεῖον (ελληνιστική κοινή) < χαμαιτύπ(η) + -εῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμαιτυπεῖον (χᾰμαιτῠπεῖον) ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- πορνείο
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 20.11 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Ἑρμοῦ καὶ Μενίππου καὶ Κράτωνος @wikisource @scaife.perseus
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Ὅτι μηκέτι δειπνήσει πολυτελῆ δεῖπνα μηδὲ νύκτωρ ἐξιὼν ἅπαντας λανθάνων τῷ ἱματίῳ τὴν κεφαλὴν κατειλήσας περίεισιν ἐν κύκλῳ τὰ χαμαιτυπεῖα, καὶ ἕωθεν ἐξαπατῶν τοὺς νέους ἐπὶ τῇ σοφίᾳ ἀργύριον λήψεται· ταῦτα λυπεῖ αὐτόν.
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Ότι δεν πρόκειται πια να δειπνάει σε πολυτελή δείπνα ούτε να βγαίνει νύχτα, χωρίς να τον καταλαβαίνει κανείς, έχοντας τυλιγμένο το κεφάλι με το πανωφόρι του, και να τριγυρνάει ολόγυρα τα καταγώγια, και το πρωί να εξαπατά τους νέους παίρνοντας χρήματα για τη σοφία του. Αυτά τον λυπούνε.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- [ΜΕΝΙΠΠΟΣ] Ὅτι μηκέτι δειπνήσει πολυτελῆ δεῖπνα μηδὲ νύκτωρ ἐξιὼν ἅπαντας λανθάνων τῷ ἱματίῳ τὴν κεφαλὴν κατειλήσας περίεισιν ἐν κύκλῳ τὰ χαμαιτυπεῖα, καὶ ἕωθεν ἐξαπατῶν τοὺς νέους ἐπὶ τῇ σοφίᾳ ἀργύριον λήψεται· ταῦτα λυπεῖ αὐτόν.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 24, 16 Ἰκαρομέννιπος ἢ Ὑπερνέφελος (Ιcaromenippus) @wikisource @scaife.perseus
- τὸν δὲ Κυνικὸν Ἡρόφιλον ἐν τῷ χαμαιτυπείῳ καθεύδοντα.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Λουκιανός, 77, 20.11 Νεκρικοί Διάλογοι/Χάρωνος καὶ Ἑρμοῦ καὶ Μενίππου καὶ Κράτωνος @wikisource @scaife.perseus
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χαμαιτυπεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χαμαιτυπεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' προπερισπώμενα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπερισπώμενες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Λέξεις με επίθημα -εῖον (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Λουκιανό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)