χαρακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
χαρακτικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην τέχνη του χαράκτη, στην τέχνη της εγχάραξης μιας σκληρής επίπεδης, κυλινδρικής ή άλλου είδους επιφάνειας, με σκοπό τη δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων σε αυτήν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρακτικός
|