χαυνωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαυνωτικός < χαυνώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
χαυνωτικός
- που προκαλεί χαύνωση, αποχαύνωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαυνωτικός
|