χημικοθεραπευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χημικοθεραπευτικός < χημικοθεραπεία + -ευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
χημικοθεραπευτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις χημειοθεραπεία, χημεία και θεραπεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χημικοθεραπευτικός
→ δείτε τη λέξη χημειοθεραπευτικός |