χιονοβόρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χιονοβόρι | τα | χιονοβόρια |
γενική | του | χιονοβοριού | των | χιονοβοριών |
αιτιατική | το | χιονοβόρι | τα | χιονοβόρια |
κλητική | χιονοβόρι | χιονοβόρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ço.noˈvo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐βό‐ρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χιονοβόρι ουδέτερο
- (άνεμος) κρύος βοριάς που πνέει κατά τη διάρκεια του χιονιά
- ※ Ὅλοι τρέξανε νὰ τὸ δοῦνε. Κι’ ἤταν ἀπὸ κεῖνα τὰ πρωϊνὰ τὰ καταχνιασμένα, τὰ ψυχρὰ ποὺ σοῦ χτυπάει τὸ χιονοβόρι καὶ σοῦ μελανιάζει τὴ σάρκα.
- Γιάννης Σφακιανάκης, Ένα καράβι απ' το Ταϊγάνι, Νέα Εστία, τόμος ΝΔ΄, τεύχος 635, Χριστούγεννα 1953, σελ. 167
- ※ Ὅλοι τρέξανε νὰ τὸ δοῦνε. Κι’ ἤταν ἀπὸ κεῖνα τὰ πρωϊνὰ τὰ καταχνιασμένα, τὰ ψυχρὰ ποὺ σοῦ χτυπάει τὸ χιονοβόρι καὶ σοῦ μελανιάζει τὴ σάρκα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χιονοβόρι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- χιονοβόρι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χιονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)