χιονομπόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονομπόρα οι χιονομπόρες
      γενική της χιονομπόρας
    αιτιατική τη χιονομπόρα τις χιονομπόρες
     κλητική χιονομπόρα χιονομπόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονομπόρα < χιονο- + μπόρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ço.noˈbo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐μπό‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονομπόρα θηλυκό

  • (μετεωρολογία) καταιγίδα συνοδεία χιονιού, χιονοκαταιγίδα
    ※  Σὲ μιὰ χειμωνιάτικη περίοδο τὰ τουφέκια τὰ κάναμε μαγγοῦρες γιὰ ν’ ἀκουμπάμε. Εἶχε πιάσει βαρυχειμωνιά, τὸ χιόνι τόπους—τόπους, εἴτανε κι’ ἕνα μπόϊ. Ἐκεῖ δὲ σήκωνε νὰ παρασταίνουμε τοὺς κυνηγοὺς καὶ γινόμαστε ορειβάτες μακρυνῶν τόπων ποὺ πρέπει νὰ νικήσουνε μὲ κάθε θυσία τὴ χιονομπόρα γιὰ νὰ σώσουνε ζωὲς καὶ χῶρες.
    Θέμος Κορνάρος, Ο γυρισμός, Ελεύθερα Γράμματα, Τεύχος 2-4, περίοδος Δ΄, Οκτώβρης-Δεκέμβρης 1950, σελ. 121

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • χιονομπόρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)