χιονοχάλαζο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιονοχάλαζο τα χιονοχάλαζα
      γενική του χιονοχάλαζου των χιονοχάλαζων
    αιτιατική το χιονοχάλαζο τα χιονοχάλαζα
     κλητική χιονοχάλαζο χιονοχάλαζα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χιονοχάλαζο < χιονο- + χαλάζ(ι) + -ο[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ço.noˈxa.la.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐χά‐λα‐ζο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χιονοχάλαζο ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.